-
1 μεταλαμβανω
1) принимать участие, участвовать, иметь (получать) долю(τῆς ληΐης Her.; καμάτου Pind.)
2) получать(τῶν ἐπίπλων τὰ ἡμίσεα Her.; τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων Plat.)
3) брать— принимать (после кого-л.) (τέν ἀρχήν, τέν στρατηγίαν Polyb.)4) тж. med. брать себе, принимать, присваивать(τῶν καρπῶν NT.; med. οὐνόματός τινος Her.)
φρονήματος μεταλαβεῖν Plut. — стать разумным;μ. τέν Ἑλληνικέν κατασκευέν τῶν ὅπλων Polyb. — вводить у себя оружие греческого образца5) вкушать(τροφῆς NT.)
6) менять(ἱμάτια Xen.; τέν σκευήν Luc.; ἔθη Polyb.)
7) променивать, обменивать(μ. τὸν πόλεμον ἀντ΄ εἰρήνης Thuc.)
8) ( о времени) наступать(ἄμα τῷ μεταλαβεῖν τῆς νυκτός Polyb.)
9) лог. условно принимать, допускатьσυλλογισμὸς πρὸς τὸ μεταλαμβανόμενον Arst. — силлогизм, исходящий из допущения
-
2 ξυντελεια
ἥ1) совместное уплачиваниеεἰς συντέλειαν ἀγαγεῖν τι Dem. — устраивать что-л. на общий счет
2) доля в платеже, квота, взносχρημάτων συντέλειαν ποιεῖν Dem. — участвовать в уплате денежной повинности, уплачивать свой взнос3) синтелия (группа плательщиков, совместно финансирующих какое-л. общественное мероприятие)αἱ συντέλειαι τῶν τριηράρχων Dem. — синтелии, обязанные поставить на свой счет государству по одной триреме;
εἰς συντέλειαν συναγόμενοι εἰς τὰ δέκα τάλαντα Dem. — лица, объединившиеся в синтелию для уплаты 10 талантов4) политическое содружество, федерация, объединение Polyb., Diod., Plut.5) сообщество, сонм (sc. τῶν θεῶν Aesch.)6) общая (конечная) цель(ἥ σ. ὅπῃ ποτὲ τῷ παντὴ ξυμβάλλεται Plat.)
7) завершение, окончание(τῶν αἰώνων NT.)
τέν συντέλειαν ἔχειν Polyb. — быть оконченным;συντέλειαν λαμβάνειν Polyb. — оканчиваться;8) зрелость(τῶν καρπῶν Plut.)
9) грам. прошедшее законченное время, перфект -
3 συντελεια
ἥ1) совместное уплачиваниеεἰς συντέλειαν ἀγαγεῖν τι Dem. — устраивать что-л. на общий счет
2) доля в платеже, квота, взносχρημάτων συντέλειαν ποιεῖν Dem. — участвовать в уплате денежной повинности, уплачивать свой взнос3) синтелия (группа плательщиков, совместно финансирующих какое-л. общественное мероприятие)αἱ συντέλειαι τῶν τριηράρχων Dem. — синтелии, обязанные поставить на свой счет государству по одной триреме;
εἰς συντέλειαν συναγόμενοι εἰς τὰ δέκα τάλαντα Dem. — лица, объединившиеся в синтелию для уплаты 10 талантов4) политическое содружество, федерация, объединение Polyb., Diod., Plut.5) сообщество, сонм (sc. τῶν θεῶν Aesch.)6) общая (конечная) цель(ἥ σ. ὅπῃ ποτὲ τῷ παντὴ ξυμβάλλεται Plat.)
7) завершение, окончание(τῶν αἰώνων NT.)
τέν συντέλειαν ἔχειν Polyb. — быть оконченным;συντέλειαν λαμβάνειν Polyb. — оканчиваться;8) зрелость(τῶν καρπῶν Plut.)
9) грам. прошедшее законченное время, перфект -
4 θεραπεια
ион. θεραπηΐη ἥ тж. pl.1) религиозное служение, почитание, культ(θεῶν τε καὴ δαιμόνων καὴ ἡρώων Plat.; περὴ τοὺς θεούς Isocr.)
τέν θεραπείαν ἀποδιδόναι τοῖς θεοῖς Arst. — поклоняться богам2) уважение, внимание(γονέων Plat.)
πᾶσαν θεραπείαν θεραπεύειν Plat. — окружать глубоким почитанием;θ. τοῦ κοινοῦ Thuc. — уважение к народу;ἐν πολλῇ θεραπείᾳ ἔχειν Thuc. — относиться с большим уважением3) уход, забота, попечение(τοῦ σώματος Plat., Arst.; τῆς ψυχῆς, ἵππων Plat.)
παῖδες πολλῆς ἔτι θεραπείας δεόμενοι Lys. — дети, очень еще нуждающиеся в попечении4) уход, выращивание(τῶν καρπῶν Plat.)
5) забота, приготовление(τῶν ποπάνων καὴ ἑψημάτων Plat.)
ἐν ἐσθῆτι καὴ θεραπείᾳ οὐ τῇ τυχούσῃ Xen. — в необычайно пышном наряде6) врачебный уход, лечение(τῶν καμνόντων Plat.)
αἱ περὴ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὴ θεραπεῖαι Isocr. — многие способы лечения телесных болезней7) свита, охрана(ἥ ἱππικέ θ. Xen.)
ὅ ἐπὴ τῆς θεραπείας Polyb. — начальник корпуса телохранителей8) прислуга, слуги -
5 νοστιμον
-
6 ιθυω
(ῑ) (только praes. и aor. ἴθῡσα)1) устремляться, бросаться, рваться впередἴθυσε μάχη πεδίοιο Hom. — битва распространилась по равнине;
Ἕκτωρ ἴθυσε νεός Hom. — Гектор бросился на (данайский) корабль;ἴθυσαν ἐπὴ τεῖχος Hom. — (троянцы) кинулись на стену;ἰ. πρός τινα Her. — броситься преследовать кого-л.2) пытаться, начинатьτῶν (καρπῶν) ὁπότ΄ ἰθύσειε ὅ γέρων ἐπὴ χερσὴ μάσασθαι Hom. — как только старец (Тантал) порывался взять плоды руками;
ὅκου ἰθύσειε στρατεύεσθαι Her. — где бы (Поликрат) ни начинал воевать -
7 ξυγκομιζω
тж. med.1) собирать(τὸν ἐκκεχυμένον οἶνον Her.)
τῶν καρπῶν συγκεκομισμένων Her. — после уборки плодов2) свозить, доставлять(τὸν σῖτον ἐς τέν ἀγορήν Her.)
3) накапливать, нагромождать(κάλλιστον κτῆμα Xen.; τῇ μνήμῃ τι Luc.)
συγκομίζεσθαί τι πρὸς ἑαυτόν Xen. — накапливать что-л. для себя самого4) доставать, получать, приобретать5) хоронить, погребать(τὸν νεκρόν Soph.; τὸν Στέφανον NT.)
-
8 ξυλλογη
ἥ тж. pl.1) собирание, сбор(φρυγάνων Thuc.; τῶν καρπῶν Arst.)
ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος Aesch. — в пору появления бороды, т.е. в пору ранней возмужалости2) наплыв, стечение, нашествие (sc. Ἀθηναίων καὴ Ἰώνων Her.)3) собрание, сходкаσυλλογέν ποιεῖν Lys. — созвать собрание
4) скопление(αἵματος Arst.)
5) набор, вербовка6) сводка, сжатое перечисление (sc. ὕβρεων Dem.)7) сбор налогов Isae. -
9 παραπομπη
ἥ1) перевозка, доставка(αἱ τῶν καρπῶν παραπομπαί Arst.)
2) продовольствие, снабжение3) сопровождение, эскорт(τοῦ σίτου εἰς Ἑλλήσποντον Dem.; π. γυναικεία Plut.)
-
10 συγκομιζω
тж. med.1) собирать(τὸν ἐκκεχυμένον οἶνον Her.)
τῶν καρπῶν συγκεκομισμένων Her. — после уборки плодов2) свозить, доставлять(τὸν σῖτον ἐς τέν ἀγορήν Her.)
3) накапливать, нагромождать(κάλλιστον κτῆμα Xen.; τῇ μνήμῃ τι Luc.)
συγκομίζεσθαί τι πρὸς ἑαυτόν Xen. — накапливать что-л. для себя самого4) доставать, получать, приобретать5) хоронить, погребать(τὸν νεκρόν Soph.; τὸν Στέφανον NT.)
-
11 συλλογη
ἥ тж. pl.1) собирание, сбор(φρυγάνων Thuc.; τῶν καρπῶν Arst.)
ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος Aesch. — в пору появления бороды, т.е. в пору ранней возмужалости2) наплыв, стечение, нашествие (sc. Ἀθηναίων καὴ Ἰώνων Her.)3) собрание, сходкаσυλλογέν ποιεῖν Lys. — созвать собрание
4) скопление(αἵματος Arst.)
5) набор, вербовка6) сводка, сжатое перечисление (sc. ὕβρεων Dem.)7) сбор налогов Isae. -
12 τελεσφορεω
1) доводить до созревания:(τῶν καρπῶν) μέ τελεσφορουμένων Diod. если плоды не созрели
2) созревать, давать плодοὐ τ. NT. — быть бесплодным
3) платить пошлину или налог Xen. -
13 φλοιος
ὅ1) кора, тж. луб, лыко Hom., HH., Xen., Plut.γράμματα ἐν φλοιῷ γράψαι Thuc. — вырезать на коре надпись;
φωνέ φλοιοῦ μεστή Diog.L. — корявый, т.е. необработанный голос2) оболочка, кожица(τῶν καρπῶν Plut.)
φ. ὀστρακώδης Arst. — твердая скорлупа;περὴ τὸν φλοιὸν ἀσχολεῖσθαι Luc. — заниматься скорлупой, т.е. не вникать в суть дела3) внешний покров(εἴδωλα καὴ φλοιοί Plut.)
οὐκ ἔχειν φλοιόν Plut. — (о речи) быть неприкрытым, откровенным -
14 κομιδη
I.дор. κομῐδά ἥ1) забота, уходκομιδῆς κεχρημένος Hom. — получающий заботливый уход2) питание, продовольственные запасы(κατὰ νῆα Hom.)
3) снабжение, доставка, подвоз(τῶν ἐπιτηδείων περὴ τέν Πελοπόννησον Thuc.; τῶν ἐλλειπόντων Isocr.)
4) уборка, сбор(καρπῶν Xen., Arst.; σίτου Polyb.)
5) возвращение (обратный привоз) домой или на родину(Ἑλένης Her.; τῶν λειψάνων Plut.)
6) обратное получение7) возвращение домой(βουλῆς ἀγαθῆς δεῖ, ὅκως ἀσφαλέως ἥ κ. ἡμῖν ἔσται τὸ ὀπίσω Her.)
8) поездка, путешествие(ποιεῖσθαι κομιδήν τινα Her.)
II.реже κομῐδῆ adv. [dat. к κομιδή См. κομιδη]1) совершенно, вполнеκ. ἀτέχνως Plat. — без всякого размышления;
κ. ἕτερος Plat. — совершенно другой;κ. μεθύειν Plat. — быть совершенно пьяным2) ( в ответах) вот именно, совершенно верно, конечно(καὴ ἀνθρώπων λέγομεν τὰ τριττὰ γένη εἶναι …; κ. γε Plat.)
-
15 ξυγκομιδη
ἥ1) сбор, уборка(τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Plat., Arst.; σίτου Xen., Polyb.)
2) переселение, наплыв(ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ Thuc.)
-
16 συγκομιδη
ἥ1) сбор, уборка(τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Plat., Arst.; σίτου Xen., Polyb.)
2) переселение, наплыв(ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ Thuc.)
См. также в других словарях:
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… … Dictionary of Greek
κοκκέλαιο ή κοκκόλιπος — Η λιπαρή ύλη που λαμβάνεται από τους πυρήνες των καρπών του κοκκοφοίνικα (ινδική καρύδα). Για την εξαγωγή του κ. οι πυρήνες αυτοί, που ονομάζονται και κόπρα, υποβάλλονται σε έκθλιψη. Η διαδικασία τελείται είτε στη χώρα παραγωγής της κόπρας είτε… … Dictionary of Greek
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek
λυκοπένιο — το χημ. οργανική ένωση που ανήκει στη σειρά τών ισοπρενοειδών, στην οποία οφείλεται το κόκκινο χρώμα τών καρπών τής ντομάτας, τών ανθέων και τών καρπών τής άγριας τριανταφυλλιάς, καθώς και πολλών άλλων καρπών … Dictionary of Greek
πηκτίνες — Οργανικές ουσίες της ομάδας των πολυσακχαριτών, οι οποίες βρίσκονται στα κυτταρικά τοιχώματα και στους μεσοκυτταρικούς χώρους πολλών φυτικών ιστών, κυρίως των σπόρων, των ριζωμάτων και των καρπών. Οι π. αποτελούνται από γραμμικά μακρομόρια μέσου… … Dictionary of Greek
βελανιδιά — Γένος φυτών της οικογένειας των φηγιδών (δικοτυλήδονα) με περίπου 200 είδη μεγάλης σημασίας για τη δασική οικονομία των χωρών του βορείου ημισφαιρίου. Η β., που επιστημονικά ονομάζεται δρυς, είναι γνωστή σε πολλά είδη και ποικιλίες. Κάθε είδος… … Dictionary of Greek
γίγκο ή γκίνγκο — (ginkgo). Καλλωπιστικό δέντρο, ιθαγενές της Κίνας, όπου καλλιεργείται ως ιερό δέντρο. Είναι ο μοναδικός σύγχρονος εκπρόσωπος που απέμεινε από την οικογένεια των γυμνοσπέρμων γιγκοϊδών. Καλλιεργείται στους κήπους και στα πάρκα όπου σχηματίζει… … Dictionary of Greek
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek
αλφονσία — (alfonsia). Γένος φοινικόδεντρων της οικογένειας των φοινικιδών, ιθαγενών της τροπικής Αφρικής και των ανατολικών παραλίων της Νότιας Αμερικής. Στο γένος ανήκουν 3 είδη, από τα οποία το σπουδαιότερο είναι ο αφρικανικός ελαιοφοίνικας, χρήσιμο φυτό … Dictionary of Greek